obstruction - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obstruction - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Obstruct; Obstructions; Obstructs; Obstructed; Obstructing; Obstructor; Obstruction (disambiguation)

obstruction         
n. obstruction, blockage
obstructif      
obstructive, interfering
qui met des obstacles      
obstructive

Ορισμός

obstruction
(obstructions)
1.
An obstruction is something that blocks a road or path.
John was irritated by drivers parking near his house and causing an obstruction.
N-COUNT
2.
An obstruction is something that blocks a passage in your body.
The boy was suffering from a bowel obstruction and he died.
N-VAR
3.
Obstruction is the act of deliberately delaying something or preventing something from happening, usually in business, law, or government.
Mr Guest refused to let them in and now faces a criminal charge of obstruction.
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Obstruction

Obstruction may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για obstruction
1. Les syndicats font toujours obstruction au changement.
2. Sa compagne, "Eva", est poursuivie pour obstruction ŕ la justice.
3. A cette «obstruction garantie», ils ont préféré le vote majoritaire.
4. Les muscles qui maintiennent la gorge ouverte (pharynx) se relâchent, ce qui provoque une obstruction.
5. Nous avons pu ainsi épargner ŕ nos installations une obstruction certaine des équipements.